- υποκάρδιος
- -α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑαυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγ-κάρδιος, κατα-κάρδιος].
Dictionary of Greek. 2013.